- ιδιοθρονώ
- ιδιοθρονῶ, -έω (Α)(για ουράνιο σώμα) βρίσκομαι στον δικό μου θρόνο, στην κανονική μου θέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + θρονώ (< θρόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek